-
1 διαδικασία
διαδῐκ-ᾰσία, ἡ,A suit to decide between claimants, e.g. to an estate,δ. κλήρου D.44.7
; to a wardship,δ. ἐπιτροπῆς Arist.Ath.56.6
; to exemption from a λειτουργία, D.28.17, cf. Lys.17.1, D.24.13, etc.;τὴν δ. ποιεῖσθαι IG12(5).722.48
([place name] Andros); esp. of judicial inquiries relating to naval matters, D.47.26, Arist. Ath.61.1.3 metaph., δ. τῷ βήματι πρὸς τὸ στρατήγιον dispute between the orators and the board of generals, Aeschin.3.146: generally, τὴν τῶν ἀριστείων δ. the competition for public honours, Pl. Lg. 952d, cf. Polem.Call.53.4 διαδικασίαν προθεῖναι ταῖς γνώμαις put the question to the vote, D.H.11.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαδικασία
См. также в других словарях:
διαδικασία — η (AM διαδικασία) [διαδικάζω] 1. η διεξαγωγή τής δίκης σύμφωνα με ορισμένους τύπους και κανόνες 2. η διεξαγωγή κάποιας πράξης ή η διεργασία που συντελείται σύμφωνα με ορισμένους τύπους 3. πολύς μόχθος για την εκτέλεση κάποιας ενέργειας αρχ. 1.… … Dictionary of Greek